εμορφαίνω

εμορφαίνω
και ομορφαίνω
1. δίνω σε κάτι ομορφιά, εξωραΐζω
2. γίνομαι όμορφος, αποκτώ χάρη («όσο πάει και εμορφαίνει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευμορφαίνω — και εμορφαίνω και ομορφαίνω (Μ εὐμορφαίνω και ὀμορφαίνω και μορφαίνω) [εύμορφος] καθιστώ κάποιον ή κάτι όμορφο, εξωραΐζω, στολίζω νεοελλ. γίνομαι όμορφος, καλλωπίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”